Σάββατο 13 Οκτωβρίου 2018

Μοναχός Γεώργιος Παντοκρατορινός (1902 – 11 Οκτωβρίου 1982)



Γεννήθηκε στο Σουφλί του Έβρου το 1902 ο κατά κόσμον Δήμος Ι. Καζακίδης. Νέος ήλθε το 1925 να μονάσει στο Παντοκρατορινό Κελλί του Αγίου Γεωργίου του Φανερωμένου της Καψάλας, στην υπακοή του εναρέτου Γέροντος Ευλογίου του νηστευτού (+1948), που υπήρξε υποτακτικός του περιβόητου ασκητή του Άθωνος Χατζη-Γιώργη (+1886). Εκάρη μοναχός το 1928. Μετά την οσιακή κοίμηση του Γέροντος Ευλογίου, ο π. Γεώργιος υποτάχθηκε πρόθυμα στον Γέροντα Παχώμιο (+1974), ο οποίος και αυτός υπήρξε θερμός φίλος της αρετής, όπως και ο παραδελφός του Δανιήλ (+1930).
Ο Γέροντας Γεώργιος είχε μεγάλη ευλάβεια στον άγιο μεγαλομάρτυρα Γεώργιο τον Τροπαιοφόρο, του οποίου τ’ όνομα έφερε και διηγείτο με θέρμη, θαυμασμό και συγκίνηση τα θαύματα του προστάτη αγίου του Κελλιού τους, ο οποίος πολλές φορές φανέρωσε τη θαυματουργή του χάρη στους πιστούς δούλους του. Κάποτε ακινητοποίησε ληστές, που πήγαν να κλέψουν τους μοναχούς, και άλλοτε τους πήγε ψάρια στην πανήγυρή τους κατά θαυμαστό τρόπο…
Διακρινόταν για την υπακοή, την απλότητα, την ταπείνωση, τη σε¬μνότητα και το φιλακόλουθο. Ακόμη και ηλικιωμένος πήγαινε στις αγρυπνίες του Πρωτάτου και των Κελλιών. Επίσης χαρακτηρίζεται για την ελεήμονα καρδιά που έκρυβε. Τον γνωρίσαμε στις Καρυές και χαρήκαμε τη συναναστροφή μαζί του. Λιγομίλητος, καλοσυνάτος, δεν κατέκρινε κανέναν. Ευλογημένο γεροντάκι. Χαιρόταν να κάνει την πανήγυρη του αγίου του Κελλιού του. Όσοι περισσότεροι πήγαιναν, τόσο χαιρόταν. Τους έφτιαχνε και λουκουμάδες, για να τους ευχαριστήσει. Αγωνιζόταν να κρύβει την αρετή του.
Στην πανήγυρη του 1982 έδωσε όλο τον εαυτό του. Γνώριζε καλά ότι θα ήταν η τελευταία. Ο Γέροντάς του Παχώμιος πριν πολλά χρόνια του είχε πει: «Μόλις εσύ παιδί μου φθάσεις στα ογδόντα σου χρόνια, τότε θα κοιμηθείς. Ούτε νωρίτερα, ούτε αργότερα». Σε κάποιους μοναχούς που τον επισκέφθηκαν στα μέσα του 1982 έλεγε: «Φέτος φεύγω από τη ζωή αυτή, διότι έτσι μου είχε πει ο Γέροντάς μου πριν 40 χρόνια, ότι όταν φθάσεις στα ογδόντα σου, τότε θα κοιμηθείς». Έτσι κι έγινε. Γηροκομούμενος σε καλούς γειτόνους του και παρηγορούμενος από θεία οράματα ανεπαύθη εν Κυρίω ο μακάριος στις 11.10.1982 στο Κελλί του Αγίου Δημητρίου Τρυγωνάδων.
Στον επίσκοπο Ροδοστόλου Χρυσόστομο κάποτε εκμυστηρεύθηκε εξομολογητικά, φοβούμενος μη πλανάται: «Μπαίνω για τον όρθρο πολύ νύχτα ακόμα, όπως συνηθίζουμε, προσκυνώ τις εικόνες και βλέπω ύστερα τα καντήλια, κι αν είναι κανένα σβησμένο το ανάβω. Με “τραβάει” ύστερα να δω πολύ προσεκτικά την εικόνα του Ιησού Χριστού μας. Αρχίζω ύστερα την ευχή. Στην αρχή την λέω καθαρά με το στόμα, την καταλαβαίνω όλη. Ύστερα τα χάνω. Ούτε εικόνα βλέπω, ούτε τα χείλη μου αισθάνομαι να λένε τίποτα. Μόνο που ειρηνεύουν όλα και μου φαίνεται σαν να λέγεται η ευχή μέσα μου· την ακούω και την καταλαβαίνω κατακάθαρα μέσα εδώ· και ευχαριστιέμαι, πολύ ευχαριστιέμαι. Όταν σταματάει, είναι ήδη χαραυγή και πολλές φορές ψηλωμένος ο ήλιος. Πάει λοιπόν η ακολουθία. Το ίδιο κι όταν μπαίνω για εσπερινό· με πιάνει η νύχτα και εσπερινό δεν κάνω. Το ίδιο παθαίνω και μπροστά στην εικόνα της Παναγίας μας. Την αγαπώ πολύ. Μ’ αρέσει πολύ να την αντικρίζω, κι αρχίζω το “Υπεραγία Θεοτόκε, σώσον ημάς”· κι απ’ εκεί τα ίδια. Έχω και το φόβο μη και πέση απ’ τα χέρια μου το καντηλοκέρι και κάψω την εκκλησιά του Άη Γιώργη μου και καγώ κι εγώ· γι’ αυτό το σβήνω και το αποθέτω παρ’ έκει, προτού αρχίσω την ευχή …».
Πήγες – Βιβλιογραφία: Μωυσέως Αγιορείτου μοναχού, Γέρων Γεώργιος από το Κελλί του Φανερωμένου (+1983), Πρωτάτον 2/1983, σσ. 26-27. Χρυσοστόμου Ροδοστόλου επισκόπου, Γράμ¬ματα και άρματα στον Άθωνα, Άγιον Όρος 2000, σσ. 188-192. Βασιλείου Ιωσαφαίου μοναχού, Ενάρετοι άνθρωποι που γνωρίσαμε στο Άγιον Όρος στις μέρες μας, Ο Όσιος Γρηγόριος 32/2007, σσ. 88-97.
Πηγή: Μοναχού Μωυσέως Αγιορείτου, Μέγα Γεροντικό εναρέτων αγιορειτών του εικοστού αιώνος Τόμος Β’ – 1956-1983, σελ. 1037- 1039  , Εκδόσεις Μυγδονία, Α΄ Έκδοσις, Σεπτέμβριος 2011.

Μοναχός Ενώχ Καψαλιώτης (1895 – 13 Οκτωβρίου 1979)





Ο κατά κόσμον Ιωάννης Μπένια του Κωνσταντίνου και της Κασσάνδρας γεννήθηκε στο Βιντερέη Τουτοβά της Ρουμανίας το 1895. Ο πατέρας του είχε καταλάβει ότι θέλει να πάει να γίνει μοναχός και του έφτιαξε μεγάλο σπίτι, για να τον δελεάσει και να παραμείνει. Εκείνος πήγε στρατιώτης και όταν επέστρεψε, είπε πως θέλει να πάει για προσκύνημα στο Άγιον Όρος. Ο πατέρας του πάλι δεν τον άφηνε. Έφυγε κρυφά με πλοίο από την Κωνστάντζα κι έφθασε στον Πειραιά, όπου βρήκε πολλούς πρόσφυγες από τη Μικρά Ασία. Δεν είχε τίποτε χαρτιά μαζί του. Μπήκε σ’ ένα τρένο και πήγε στη Θεσσαλονίκη και από εκεί μ’ ένα πλοίο έφθασε χαρούμενος στη Δάφνη.
Ήλθε στο πολυύμνητο Περιβόλι της Παναγίας το 1923 από τη Μολδαβία. Εκάρη μοναχός κατά την εορτή του Λαυριώτικου Κελλιού της Αγίας Σκέπης στη Βίγλα την 1.10.1927. Η βιογραφία του δεν είναι τόσο γνωστή. Σε αυτόν ίσχυαν απόλυτα οι μακαρισμοί του Κυρίου για την πτωχεία του πνεύματος και την παιδική ακακία. Ο Ρουμάνος Γερο-Ενώχ διάβηκε τη ζωή του στο Άγιον Όρος ως ένας φιλοξενούμενος. Τελευταίες του κατοικίες, από το 1946, ήταν έρημα Κελλιά των Καρύων και της περιώνυμης Καψάλας, δίχως τζάμια στα παράθυρα και καμιά θέρμανση. Πήγαν να του κλέψουν τα ρούχα. Τί να του κλέψουν; Λίγα μπαλωμένα είχε. Δεν παραπονιόταν και δεν γκρίνιαζε ποτέ. Ήταν ευχαριστημένος, ευχάριστος, αναπαυμένος και αναπαυτικός. Τον γνωρίσαμε ένα απόγευμα στην αυλή της μονής Σταυρονικήτα. Για χρόνια έφτιαχνε σκούπες από τις άφθονες σουσούρες της Καψάλας.
Έλεγε: «Ο μοναχός είναι σαν το σκυλί, δεν του δίνεις τίποτε, του δίνεις ψωμί, του δίνεις κλωτσιά, όλα τα δέχεται». Ένα τέτοιο «σκυλί» στάθηκε, δίχως να έχει καμιά απαίτηση από τους άλλους. Γύριζε με κάτι παλιοκονσερβοκούτια και ζητούσε λίγο φαγάκι. Τον ρωτούσαν: «Γέροντα έχεις φαγητό;». Απαντούσε χαμογελαστά και χαριτωμένα: «Άμα έχει, καλά είναι, άμα δεν έχει, ακόμη πιο καλά». Ζούσε σ’ ένα καθημερινό πανηγύρι στην καθαρή καρδιά του. Ήταν πάντα αληθινά χαρούμενος. Περιφερόταν στα δάση και τα καλντερίμια ξυπόλητος. Έχοντας τα παπούτσια στο χέρι και το Ψαλτήρι. Κάθε τόσο στάθμευε και διάβαζε το Ψαλτήρι. Όταν πήγαινε σε κάποιο μοναστήρι ή στις Καρυές έβαζε τα παπούτσια του. Ήταν γεμάτος ψύλλους πάνω του, καθώς και όλο το κελλί του. Ζούσε πρωτόγονα, μέσα στα κουρέλια, σαν το σκυλί. «Ο άντρωπο», έλεγε με τα σπασμένα ελληνικά του, «δεν πρέ¬πει να ζητάει ντόξα. Όταν είναι με ντόξα ο άντρωπο, είναι σαν να θέλει να κερδίσει κι αυτό το κόσμο και τον ουρανό. Αυτό δεν γίνεται …». Ήταν ένας αληθινός μοναχός. «Ο μοναχός πρέπει να είναι ταπεινός. Να μην πηγαίνει ψηλά αλλά χαμηλά. Με ταπείνωση σώζεται εύκολα… Απλός μοναχός και ταπεινός σώζεται εύκολα». Πόσο απλά, αλήθεια, είναι τα πράγματα, κι όμως πόσο τα μπερδεύουμε. Σ’ ένα μοναχό που του είπε πως έχει εγωισμό, του είπε: «Αυτό είναι φτηνό, το έχουν και οι γύφτοι …».
Ήταν, επαναλαμβάνουμε, ένα μακαριζόμενο από τον Κύριο παιδί. Στο πρόσωπό του έλαμπε η καθαρότητα της καρδιάς του. Δεν προσανατολιζόταν εύκολα σε αυτή τη γη. Η πυξίδα του σταθερά έδειχνε τη Βασιλεία των Ουρανών. Χαιρόσουν να τον βλέπεις για τη χάρη του. Σου έδινε μία άνεση. Είναι σίγουρο πως θεωρούσε τον εαυτό του πολύ χειρότερο από σένα. Ήταν τόσο απονήρευτος, καλοκάγαθος, χαμογελαστός, χαριτωμένος και φιλικός πάντοτε μαζί σου. Είχε διαρκή μνήμη θανάτου. Μιλούσε για τη μέλλουσα κρίση. «Όλοι οι άγγελοι είναι ταπεινοί και οι δαίμονες υπερήφανοι…Ο κόσμος αυτός είναι παγίδα. Οι δαίμονες θέλουν να μας πιάσουν μέσα και να μη σωθούμε τη Δευτέρα Παρουσία».
Σε μία επίσκεψή του στη μονή Γρηγορίου οι πατέρες κατέγραψαν λίγους από τους απλούς και χαριτωμένους λόγους του: «Γιατί να θέλεις αξιώματα; Δεν θέλεις σώσει ψυχή σου; Αφού ήρθες Άγιο Όρος για σώσει ψυχή σου, και πάλι θέλεις δόξα, υπερηφάνεια, δόξα των ανθρώπων; Όχι! Να είσαι απλός, ταπεινός. Εγώ θέλω σώσει ψυχή μου. Δεν υπάρχει πιο καλό πράγμα από να σώσει ο άνθρωπος την ψυχή του … Εγώ ήρθα Άγιο Όρος για να σώσω ψυχή μου. Επειδή διάβασα ότι Περβόλι Παναγίας Άγιο Όρος και είπα εκεί εύκολα σώζεται ο άνθρωπος. Και ήρθα το 1923. Τώρα είμαι 80 χρονών. Τί περιμένω τώρα; Τάφο! Όλοι θα πεθάνουμε. Σήμερα είμαστε, αύριο δεν είμαστε στον κόσμο αυτό». Είχε και το προορατικό χάρισμα. Έβλεπε από μακριά τι ακριβώς συνέβαινε και το έλεγε με τέτοιο τρόπο, που αμέσως δεν το καταλάβαινες.
Συνέχιζε ο αξιομακάριστος: «Η ευχή πρέπει να είναι συνέχεια στον μοναχό. Αυτή θα μας σώσει, τίποτ’ άλλο. Βέβαια. Η Παναγία είπε στον Υιό της: Απόστολοι έδωσες μερτικό, εγώ δεν έχω μερτικό; Και ο Ιησούς Χριστός είπε: Έχεις, να, το Άγιο Όρος. Κι έτσι απ’ όλο τον κόσμο μόνο το Άγιο Όρος είναι της Παναγίας. Κι όποιος έρχεται μ’ αγάπη για την Παναγία και με φόβο για τη σωτηρία της ψυχής του, ελπίζει στην Παναγία, σώζεται και είναι καλά Δευτέρα Παρουσία!».
Όταν αρρώστησε πολύ, τον πήγανε για πρώτη φορά έξω στο νοσοκομείο. Όταν βγήκε από το νοσοκομείο και τον πέρασαν από το μοναστήρι της Σουρωτής, οι μοναχές τού ζήτησαν να τους πει κάτι πνευματικό κι εκείνος έκανε τον σαλό κι έλεγε, «δεν ξέρω τίποτε, δεν ακούω …».
Επί 56 χρόνια συνεχώς στο Περιβόλι της Παναγίας αγωνίσθηκε φιλότιμα για τη σωτηρία του. Για την Παναγία ήλθε στο θεομητροβάδιστο Άγιον Όρος, καθώς έλεγε.
Στις 13.10.1979 ταξίδεψε ειρηνικός για τη «ντόξα» τ’ ουρανού, φιλοξενούμενος ξανά, επί τρίμηνο, όλος χάρη και χαρά στη φιλόξενη μονή Σταυρονικήτα, στο κοιμητήρι της οποίας ενταφιάσθηκε αναμένοντας τη σάλπιγγα του αρχαγγέλου. Αναπαύεται το σώμα του εκεί και η ψυχή του περιπολεύει στους ουρανούς.
Ο τότε ηγούμενος της μονής Σταυρονικήτα Βασίλειος έγραφε γι’ αυτόν: «Στο μοναστήρι μας έρχεται κάθε τόσο ένας γέρος ασκητής και ζητά λίγη βοήθεια. Μ’ αυτά που παίρνει τρέφεται εκείνος και βοηθεί και άλλους πιο γέρους από αυτόν … Ο Γέροντας αυτός παρ’ όλο ότι έχει περάσει τα 75 του χρόνια, δεν έχει απαίτηση να τον σέβεται κα¬νείς. Ο ίδιος θεωρεί τον εαυτό του σαν σκύλο. Βάζει μετάνοια και ζητά ευλογία από όλους, μοναχούς, δοκίμους και προσκυνητές. Έχει όμως ντυθεί με μια τέτοια ανέκφραστη χάρη, που γίνεται πανηγύρι χαράς κάθε φορά που θα έλθει στο μοναστήρι. Όλοι, μοναχοί και προσκυνη¬τές, συγκεντρωνόμαστε γύρω του για να ακούσουμε τους λόγους της χάριτος που βγαίνουν από το στόμα του, για να φωτισθούμε από τη χαρά που εκπέμπει το πρόσωπό του, χωρίς εκείνος να το υποψιάζεται. Μοιάζει με τον αββά που ζήταγε από τον Θεό να μην τον δοξάσει επί της γης, και τόσο πολύ έλαμψε το πρόσωπό του, που δεν μπορούσε κανείς να το ατενίσει κατάματα».
Στον μοναχό που τον διακονούσε στα τέλη του έλεγε: «Δόξα να έχει ο Θεός. Εμείς οι άνθρωποι τί μπορούμε να κάνουμε; Εμείς χαμένο το έχουμε. Ο Θεός κάνει κουμάντο. Αυτός ξέρει μας οικονομάει· αυτός είναι ο μεγάλος οικονόμος … Δόξα τω Θεώ καλά πέρασα στο Άγιον Όρος». Ασφαλώς τώρα θα είναι πολύ καλύτερα.
Ένας άλλος μοναχός, που τον γνώρισε από κοντά, αναφέρει περί αυτού στις ωραίες σημειώσεις του: «Πετεινό υπό τον ουρανό, πλανήτης στον ιερό Άθωνα. Ήταν άνθρωπος χαριτωμένος, με χάρη Θεού, απλός στους τρόπους και στους λόγους. Πάντοτε οικοδομητικός, άλατι ηρτυμένος ο κάθε λόγος που έβγαινε από τα χείλη του. Η τελευταία παραμονή του στη μονή τον ωρίμασε σαν το φρούτο, που είναι έτοιμο να πέσει από το δένδρο. Η τροφή του όσο πήγαινε ελαττωνόταν κι έφθασε να πίνει μόνο λίγες κουταλιές νερό αντί άλλης τροφής. Σε όλο αυτό το διάστημα υπέδειξε και απόδειξε στην πράξη την πνευματική του πρόοδο και ανωτερότητα. Φάνηκε στα πράγματα ότι η διδασκαλία του συμφωνούσε με την πράξη και δεν ήταν διαφορετική. Κάθε ημέρα και ώρα φόρτωνε τους αδελφούς που τον διακονούσαν, κι εκείνους που τον επισκέπτονταν, μ’ ευχαριστίες, μ’ ευχές κι ευγνωμοσύνη πολλή, για τον κόπο και την αγάπη τους, που τον περιέβαλαν, και γινόταν δάσκαλος πιο πειστικός τώρα από το κλινάρι της εξόδου του. Δεν θέλησε να πάει έξω να ιαθεί. Αφέθηκε καλύτερα στα χέρια του Θεού».
Ο φιλοαθωνίτης Ι. Μ. Χατζηφώτης έγραφε σ’ ένα ποίημά του γι’ αυτόν:
«Ο άγιος Ρουμάνος ασκητής Ενώχ έφερε να πουλήσει σουσούρες στο κονάκι
κι ο Γέροντας τον δοκίμαζε να τις αφήσει ευλογία.
Οι θάμνοι του Θεού, είναι, εγκώ τον κόπο μόνο έβαλα, να ναι ευλογημένο, είπε,
και χάθηκε στο δρόμο για τη Σκήτη.
Την άλλη ημέρα στις Ώρες ο Γερο-Ενώχ κατά Χριστόν σαλός κοιμήθηκε  κι ο Επίτροπος
έμεινε να μετράει το χρέος …»
Πήγες – Βιβλιογραφία:
Παϊσίου ιερομ., Γερο-Ενώχ ο ερημίτης (+1979), Εκ βαθέων 2/2003, σσ. 16-18. Φιλοθέου Γρηγοριάτου μοναχού, Παρηγοριά η επίσκεψη του μακαριστού Γερο-Ενώχ στο μοναστήρι μας, Ο Όσιος Γρηγόριος 5/1980, σσ. 61-64. Π.Μ.Τ., Ο π. Ενώχ ο απλούς, ο Αγιορείτης, Ορθόδοξη Μαρτυρία 4/1982, σσ. 40-44. Χρυσοστόμου Ροδοστόλου επισκόπου, Πόθος και Χάρις στον Άθωνα, Άγιον Όρος 2000, σσ. 258-260.
Πηγή: Μοναχού Μωυσέως Αγιορείτου, Μέγα Γεροντικό εναρέτων αγιορειτών του εικοστού αιώνος Τόμος Β’ – 1956-1983, σελ.977-981  , Εκδόσεις Μυγδονία, Α΄ Έκδοσις, Σεπτέμβριος 2011

Η μαθητεία του Γέροντα Εφραίμ Κατουνακιώτη στον Γέροντα Ιωσήφ τον Ησυχαστή

Ο Γέροντας Ιωσήφ έμενε τότε στον Άγιο Βασίλειο, το υψηλότερο ασκητικό μέρος πάνω από τα Κατουνάκια, παράλληλο σε υψόμετρο με την Κερασιά. Κυρίαρχος Μονή των ασκητικών αυτών περιοχών είναι η Μεγίστη Λαύρα. Σε αυτά τα ερημικά μέρη ησύχαζε ο Γέροντας μας. Εκεί τον γνώρισε ο αείμνηστος Γέροντας Εφραίμ.
Τον επισκέφθηκαν με τον Γέροντα Νικηφόρο, που είχε ιδιαίτερη ευλάβεια στον Γέροντα Ιωσήφ. Όπως μας έλεγε ο ίδιος, του προκάλεσε συγκίνηση και θαυμασμό η ερώτηση του Γέροντος Ιωσήφ προς τον Γέροντά του, που έγινε κατά την πρώτη συνάντησή τους. Δεν αναφερόταν στο εργόχειρο ή την ικανότητα του υποτακτικού στις διάφορες εργασίες της καλύβης.
Ο Γέροντας ρώτησε: « Κάνει, παπά Νικηφόρε, ο Εφραίμ υπακοή;». Ο παπα- Εφραίμ μας έλεγε γι’ αυτήν την ερώτηση κατά την πρώτη συνάντησή τους. « Αυτό με συγκλόνισε. Αισθάνθηκα ότι μέσα σε αυτόν τον Γέροντα υπάρχει ζωή και Χάρις, γιατί αυτή την ερώτηση
από κανένα άλλον δεν την είχα ακούσει. Ευτυχώς που ο παπα- Νικηφόρος δεν με εμπόδιζε να επισκέπτομαι και να διδάσκομαι από αυτόν την Πατερική παράδοση».
Όλα τα ερωτήματά του, αλλά και όσα η απειρία του προκαλούσε, θα εύρισκαν τώρα απαντήσεις και ερμηνεία. Αυτό πραγματοποιήθηκε με την γνωριμία και τον σύνδεσμό του με τον Γέροντα Ιωσήφ. Πολύ σύντομα διδάχθηκε το νόημα του πνευματικού νόμου και την ευμέθοδο πάλη του αοράτου πολέμου, που του έγιναν ισόβια καθήκοντα και έπαθλα του ζήλου και της ευλαβείας του.
Μας έλεγε ότι είχε λογισμούς να φύγει από τον Γέροντά του, γιατί δεν βρήκε τίποτε πνευματικό. Ο Γέροντας Ιωσήφ τον συμβούλευσε να μην φύγει, αλλά να παραμείνει με ταπεινό φρόνημα και θα τον βοηθούσε αυτός πνευματικά. « Έβλεπε μέσα μου, όλο τον εαυτό μου. Με λεπτομέρεια μου ερμήνευε το τι θα μου συμβεί μέχρι τέλους της ζωής μου. Τώρα που τα βλέπω, καταλαβαίνω τι σημαίνει άνθρωπος του Θεού, τι σημαίνει άγιος».
Μια μέρα μετά την Λειτουργία τον κράτησε κοντά του και του είπε: « Ξέρω τους λογισμούς σου και όλη την κατάστασή σου. Μην φοβάσαι. Δεν θα σε αφήσω μόνο». Άρχισε να του ερμηνεύει περί πράξεως και θεωρίας, ειδικά δε τους καρπούς της νηπτικής εργασίας, που προκαλεί η εσωστρέφεια.
«Η θεία Χάρις που ήδη ενδημεί στην ψυχή σου θα αυξηθεί όπως Αυτή γνωρίζει και θα σου γίνεται “τα πάντα εν πάσι”. Στις απότομες δυσκολίες θα μορφοποιείται σε εικόνες και σχήματα και θα σε βοηθεί. Θα σε ειρηνοποιεί στις ταραχές, θα σου ανοίγει τον νου να καταλαβαίνεις τα μυστήρια της θείας Προνοίας, που θα συναντάς».
Του όρισε ένα πρόγραμμα ως πρώτη αρχή. «Θα αρχίσεις να λες την ευχή “Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησον με” για μία ώρα. Να το πεις όμως στον Γέροντά σου για να μην θεωρηθεί δικό σου θέλημα». Ο Γέροντάς του, απλός όπως ήταν, δεν κατάλαβε τι σημαίνει αυτό και δεν τον εμπόδισε.
Όταν ξαναπήγε για Λειτουργία, τον ρώτησε ο Γέροντας Ιωσήφ, αν κράτησε το πρόγραμμα. Αυτός απάντησε: «Γέροντα, με αυτήν την ευχή από τα μάτια μου τρέχουν ποτάμι τα δάκρυα και μέσα μου αισθάνομαι σαν αναβρασμό. Μια φωτιά καίει στην καρδιά μου για τον Χριστό». Από τότε με την συμπαράσταση του Γέροντος Ιωσήφ άρχισε να μυείται στα μυστήρια της νηπτικής εργασίας. Αυτή η εργασία προκαλεί την κάθαρση της καρδίας και τον θείο φωτισμό. Έτσι αναδείχθηκε αθωνικός φωστήρας για παρηγοριά μας στους τα «τέλη των αιώνων καταντήσαντας».
Ως ιερέας, ο παπα-Εφραίμ, είχε την δυνατότητα να επισκέπτεται πιο συχνά τον Γέροντά μας Ιωσήφ. Τρεις ή τέσσερεις φορές την εβδομάδα ανέβαινε για την τέλεση της θείας Λειτουργίας. Από τα Κατουνάκια προς τον Άγιο Βασίλειο ήταν αρκετή ανηφόρα. Η νεανική ηλικία και ο πνευματικός ζήλος του παπα-Εφραίμ τα υπερέβαιναν. Μάλιστα οι διηγήσεις των παλαιών Πατέρων μας, τον ερέθιζαν προς φιλοπονία, την περιεκτική ενέργεια της προκοπής.
Πολλές φορές από το ζήλο του να βρεθεί κοντά στον “δάσκαλό” του, έτσι ονόμαζε τον Γέροντα, πήγαινε νωρίτερα και καθόταν στο πεζούλι περιμένοντας να του ανοίξουν. Το τυπικό του Γέροντος Ιωσήφ ήταν αυστηρό και απαραβίαστο. Το τηρούσαν με ακρίβεια και ικανοποιούσε τον νέο ιερομόναχο αθλητή στην αρχική πορεία του ζήλου του, αφού άμαθε την σημασία της φιλοπονίας, στην οποία υπάρχει το πλήρωμα της άρσεως του σταυρού.
Το πρόγραμμα του Γέροντος Ιωσήφ συνοπτικά ήταν το ακόλουθο. Τέλεση Εσπερινού με κομποσχοίνι. Επίσημο γεύμα και μετά ξεκούραση με ύπνο. Έγερση, μικρή περισυλλογή και ένας καφές. Μετά ο καθένας αποσυρόταν και άρχιζε την αγρυπνία με κομποσχοίνι, μέχρι τα μεσάνυκτα. Στην συνέχεια άρχιζε η θεία Λειτουργία, με ησυχία και γαλήνη, αυτήν που απαιτεί η εσωστρέφεια.
Το βάθος αυτού του μυστηρίου της «εν πνεύματι και ησυχία» λατρείας, που τελειοποιούσε η θεία Λειτουργία, πάντοτε με συγκίνηση και έξαρση προσπαθούσε να μας μεταδώσει, να μας πληροφορήσει, επειδή πάντοτε το “έπασχε” ο οσιώτατος Γέροντας μας.
Επειδή η ζωή στην περιφέρεια του Αγίου Βασιλείου δεν ήταν υποφερτή, μετακινήθηκαν σε χαμηλότερα μέρη, στην Μικρή Αγία Άννα, παίρνοντας μαζί τους τα μηδαμινά υπάρχοντά τους. Μερικά σπήλαια σε μία απότομη πλαγιά προς την θάλασσα αποτελούσαν δείγματα ότι κάποτε κατοικούσαν εκεί ασκητές. Κουράστηκαν να μεταβάλουν την αγριότητα και αποτομία του τόπου κατοικήσιμη. Ειδικά όμως ταλαιπωρήθηκαν, για να κτίσουν ένα μικρό ναό «εις τιμήν και μνήμην του Τιμίου Προδρόμου», που αγαπούσε ιδιαίτερα ο Γέροντάς μας. Στην προσπάθεια της κατασκευής συνέβαλε και ο λειτουργός παπα-Εφραίμ, κουβαλώντας κοκκινόχωμα από τα Κατουνάκια. Με πλίνθους, ξύλα του βουνού και λαμαρίνες σε ένα βαθούλωμα του βράχου, κτίστηκε ο μικρός ναός, ως εστία της Χάριτος στην πνευματική μάνδρα του μεγάλου Γέροντός μας Ιωσήφ. Εδώ τον γνωρίσαμε και εμείς. Από τον οσιώτατο Γέροντά μας Ιωσήφ ευδοκίμησαν ως καρποφόροι κλάδοι εκατοντάδες πνευματικοί φορείς για την πολυτάραχη γενεά μας!
Στην Μικρή Αγία Άννα παρέμεινε σχεδόν δύο μήνες ο παπα-Εφραίμ κοντά στον Γέροντά και μυήθηκε στα μυστικότερα της ησυχαστικής ζωής και τα μυστήρια του πνευματικού νόμου. Μας τόνιζε, ως σημαντικό γεγονός στην ζωή του, την πληροφορία και αίσθηση της Χάριτος, που πήρε από την ευλογία του Γέροντος σε αυτό το διάστημα που παρέμεινε κοντά του. Πόσο μας προκαλούσε την λαχτάρα και άναβε τον πόθο να αξιωθούμε και εμείς την ίδια ευλογία, αφού πάντοτε προσπαθούσαμε στις ίδιες γραμμές και στόχους, μάλιστα όταν οι αποδείξεις των συνασκητών μας ήταν τόσο βέβαιες και φανερές;
Χωρίς κόπο πειθαρχούσε στις υποδείξεις του δασκάλου στην ζωή της “πρακτικής”, κατά τους Πατέρες. Αυτήν ακολουθεί η “θεωρία”, το υψηλότερο αποτέλεσμα της ανθρωπίνης προσπαθείας με συνεργασία της θείας Χάριτος, και στην οποία ως βραβείο δίδεται ο αγιασμός. Η πεμπτουσία της ευλογημένης πρακτικής, αλλά και του παραδείγματος του Κυρίου μας, είναι η με επίγνωση υποταγή και υπακοή και αυτός ήταν πλέον ο σκοπός όλων των επιδιώξεων του νέου αθλητού.
Με κύριο μέσο την υποταγή και υπακοή έφθασε με την Χάρη του Χριστού στον θρίαμβο του αγιασμού. «Υπακοή ζωή, παρακοή θάνατος», συνεχώς επαναλάμβανε.
Ποιά ήταν η αιτία της πτώσεως, της φθοράς και του θανάτου του ανθρώπου; Ποιά ήταν η αιτία της παλιγγενεσίας και της αναστάσεως; Ποιά ήταν η αιτία της υποταγής και υπακοής του Θεού Λόγου; Σκοπός της δεν ήταν να εκριζώσει τον σατανικό αυταρχισμό, που προκάλεσε τον όλεθρο του θανάτου και να αποδείξει ως οντολογικό στοιχείο ζωής την εξάρτηση από τον Θεό, αφού όλα τα όντα ως αιτιατά υπάρχουν και ευδοκιμούν μόνο κάτω από την επίδραση του Αιτίου; Όσοι άνθρωποι υποτάσσονται με όλη την προαίρεσή τους στον νομοδότη Θεό, συντηρούνται με την εξάρτηση και αντλούν από Αυτόν, επειδή είναι Αειζωία, όχι μόνο την ύπαρξη, αλλά και την προαγωγή και την παράταση. Ή όπως αναφέρει ο άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής τα λογικά όντα ως αιτιατά και αυτεξούσια εκτός από “το είναι”, έχουν την δυνατότητα να λάβουν από τον δημιουργό Θεό “το ευ είναι” και “το αεί ευ είναι”.
Αυτό το μεγάλο μυστήριο, πολύ νωρίς συνέλαβε ο νεαρός αθλητής, μοναχός και ιερέας Εφραίμ και το εφάρμοσε ως μόνιμο καθήκον, χωρίς να παραμελεί τα υπόλοιπα καθήκοντά του προς τον Γέροντα Νικηφόρο. Έχοντας πλήρη γνώση των αποτελεσμάτων της παρακοής και της αμελείας του προγράμματος, κρατούσε την ακρίβεια της συνειδήσεως, πολλές φορές σε βαθμό αυτοθυσίας και μαρτυρικής αθλήσεως, που ήταν χαρακτηριστικό της ζωής του. Η παρουσία του μόνο προκαλούσε στους προσεκτικούς την αφύπνιση και εγρήγορση. Στην ευτέλειά μου, έδειχνε πάντοτε αγάπη και αυτό ήταν αφορμή προσοχής και θάρρους στις διάφορες αποθαρρύνσεις της νεανικής απειρίας μου.
Γέροντας Ιωσήφ Βατοπαιδινός († 2009)
(Γ. Ιωσήφ Βατοπαιδινού, 
Ο χαρισματούχος υποτακτικός Γέροντας Εφραίμ ο Κατουνακιώτης, 
Ψυχωφελή Βατοπαιδινά 12, σ. 41-49)

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΤΗΣ ΔΙΑΔΙΚΤΥΑΚΗΣ ΙΕΡΑΠΟΣΤΟΛΙΚΗΣ ΟΜΑΔΑΣ -ΜΑΡΤΥΡΙΑ ΧΡΙΣΤΟΥ(Απρίλιος 2023)

  Αγαπητοί εν Χριστώ αδελφοί-ΧΡΙΣΤΟΣ ΑΝΕΣΤΗ Ευγνώμονες και δοξολογικές ευχαριστίες αναπέμπουμε προς τον Δωρεοδότη  και Αναστάντα Κύριο ημών ...